-
1 ἐξαρκέω
I of objects, to be quite enough for, suffice for,τινί Heraclit.114
, S.OC6, 1116, Ph. 459, etc.;ἔμοιγ' ἐ. ὃς ἂν μὴ κακὸς ᾖ Pl.Prt. 346c
;ὁ βίος μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν Id.Phd. 108d
;ἐ. εἴς τι Lys.19.55
, 30.20; , X.Mem.4.1.5: c. inf.,μία μεσότης ἂν ἐξήρκει.. συνδεῖν Pl.Ti. 32a
: abs., suffice,μέτρια δ' ἐξαρκεῖν ἔφη E.Supp. 866
, cf. And.4.15;βραχὺς.. ἐξήρκει λόγος D. 18.196
.2 impers., ἐξαρκεῖ it is enough for, suffices for, c. dat. pers., Pl.Prt. 336c, al.: with inf. added,ἐ. ἡμῖν ἡσυχίην ἄγειν Hdt.7.161
;ἐ. σώματι εἶναι σώματι Pl.R. 341e
; alsoἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι Id.Alc.2.141a
;ἐξαρκέσει εἰπεῖν D.27.12
; , cf. Isoc.19.47: c. dat. pers. et part., : abs.,οὐκ ἂν ἐξαρκέσειεν Id.21.129
; enough!Pl.
Grg. 503a, Hp.Ma. 302b;ὡς ἐξαρκέσαν, εἰ.. Is.6.13
.II of the subject, to be satisfied or content with,κτεάτεσσι Pi.O.5.24
; ἐ. διαίτῃ to be strong enough for it, Hp.Aph.1.9; πᾶσιν ἐ. to be a match for all, E.Supp. 574: abs., ἐξαρκέσας ἦν Ζεύς Zeus was strong enough, ib. 511: c. part., τὸν νοῦν διδάσκαλον ἔχουσα ἐξήρκουν ἐμοί I contented myself, was satisfied with having, Id.Tr. 653, cf. Ar.Eq. 524; πῶς ἂν.. ἐξαρκέσειε.. ἐκτίνων; how could he pay enough? X.Hier.7.12:—[voice] Pass., οὐκ ἐξηρκεῖτο φυγαδεύειν dub. l.in Plb. 13.6.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρκέω
См. также в других словарях:
εξαρκώ — (AM ἐξαρκώ, έω) 1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῡ λόγου οὐκ ἐξαρκεῑν, Πλάτ.) 2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῑν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.) 3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά… … Dictionary of Greek